- υπασπιστήριο(ν)
- το комната адъютанта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπασπιστήριο — το, Ν το γραφείο ή η έδρα τού υπασπιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπασπιστής + κατάλ. τήριο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπασπιστήριον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπασπιστήριο — το το γραφείο του υπασπιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)